Ασκητές

Ασκητές
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 102 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρωνείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Άνω Ασκητές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 48 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρωνείας …   Dictionary of Greek

  • στυλίτες — Ασκητές και μοναχοί του χριστιανισμού, που μόναζαν πάνω σε στύλους και κολόνες, που τις κατασκεύαζαν ειδικά για τον σκοπό αυτό, θέλοντας να εκφράσουν τον απόλυτο χωρισμό τους από τα γήινα και την ηθική τους ανύψωψη προς την, όσο το δυνατό,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • άσκηση — Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι… …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • Ναζηραίος — και Ναζιραίος, ο (ΑΜ Ναζηραῑος και Ναζιραῑος) 1. συν. στον πληθ. οι Ναζηραίοι εκκλ. Ιουδαίοι ασκητές που ήταν αφιερωμένοι στον Θεό και αναλάμβαναν ένορκη υποχρέωση να αποφεύγουν ισόβια ή για ορισμένο χρονικό διάστημα τα οινοπνευματώδη ποτά και το …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • άσκαυλος — Μουσικό ποιμενικό όργανο εφοδιασμένο με ασκό για αποθήκευση αέρα. Ο ά. είναι όργανο πολύ συνηθισμένο στην Ευρώπη και σε μερικές περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Στην τυπική του μορφή εμφανίζεται τον Μεσαίωνα ως όργανο των μενεστρέλων, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… …   Dictionary of Greek

  • δανδί — ο (και δανδί, οι) ινδοί ασκητές που ζουν ζητιανεύοντας έξω από τις πόλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ινδ.) dādī < dād «κουπί, κοντάρι, ραβδί» < αρχ. ινδ. danda «ραβδί, κοντάρι» (πρβλ. αγγλ. dandi)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”